- βακτηρίδια
- bactérie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βακτηρίδια — Μικρόβια που έχουν σχήμα βακτηρίας (ραβδιού). Ο όρος είναι συνώνυμος με τον όρο μικρόβια. Στις ξένες γλώσσες έχει επικρατήσει η λέξη β., γιατί τα περισσότερα από τα πρώτα μικρόβια που ανακαλύφθηκαν καθώς και τα περισσότερα που ζουν στο σώμα και… … Dictionary of Greek
ακετοβακτηρίδια — Βακτηρίδια του οξικού οξέος που δεν οξειδώνουν τη δευτερογενή αλκοολική ομάδα όπως τα κετογόνα βακτηρίδια. Στα βακτηρίδια αυτά ανήκει το γένος σχιζομυκήτων acetobacter που με την οξειδωτική τους δράση συμβάλλουν στην οξική ζύμωση. Αποικία… … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
παραφυματίωση — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης νόσος των μηρυκαστικών, που χαρακτηρίζεται από ειδικές μεταβολές του εντέρου. Λέγεται και νόσος του Τζόουν. Είναι διαδεδομένη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της νοτιοανατολικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
γαλακτική ζύμωση — Ζύμωση που επιτρέπει τον μετασχηματισμό των υδατανθράκων με την επίδραση γαλακτικών βακτηριδίων ή γαλακτοβακίλων σε γαλακτικό οξύ. Τα γαλακτικά βακτηρίδια διακρίνονται σε βακτηρίδια ομοζύμωσης που διασπούν τους μονοσακχαρίτες με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek